- plastoferrite
-
Encyclopédie Universelle. 2012.
● plastoferrite nom masculin Composé de poudre de ferrite mélangée à un liant thermoplastique, associant les propriétés magnétiques de l'une aux propriétés mécaniques de l'autre.
Encyclopédie Universelle. 2012.
πλαστοφερρίτης — ο, Ν (χημ. τεχνολ.) υλικό που χρησιμοποιείται στην ηλεκτρονική και το οποίο αποτελείται από σκόνη ενός φερρίτη και από θερμοπλαστική ύλη, η οποία επενεργεί ως συνδετικό μέσον, με αποτέλεσμα το τελικό προϊόν να συνδυάζει τις μαγνητικές ιδιότητες… … Dictionary of Greek